- ταχυδρόμιση
- η, Ν [ταχυδρομίζω]ταχυδρόμηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυδρόμιση — η βλ. ταχυδρόμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυδρόμισμα — το, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμιση … Dictionary of Greek
ταχυδρόμηση — ταχυδρόμηση, η και ταχυδρόμιση, η η αποστολή αντικειμένων με το ταχυδρομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)